μαυροπούλι

μαυροπούλι
το
ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού Sturnus unicolor, συγγενικού με το ψαρόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαυροπούλι — το ιού, το πουλί ψαρόνι, ο στούρνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαρόνι — (sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20 24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας …   Dictionary of Greek

  • ψαρόνι — το είδος πουλιού, ψαροπούλι, μαυροπούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”